Μικρή χειρουργική στομάτος

Η ακρορριζεκτομή (γνωστή και ως χειρουργική ενδοδοντική θεραπεία) είναι μικροχειρουργική επέμβαση η οποία επιτελείται στην περίπτωση που ο ιστός του ακρορριζίου παρουσιάζει φλεγμονή, λόγω μη επιτυχούς ενδοδοντικής θεραπείας και όταν η συντηρητική επανάληψη αυτής για διαφόρους λόγους αντενδέικνυται, διότι είναι είτε αδύνατη, είτε μη επιθυμητή. Αν δεν γίνει ακρορριζεκτομή, το δόντι θα πρέπει να εξαχθεί.

Για την προσπέλαση της βλάβης γίνεται τομή στα ούλα, υπό τοπική αναισθησία, εν συνεχεία αυτά ανασηκώνονται, αφαιρείται προσεκτικά το μολυσμένο άκρο της ρίζας και τα φλεγμονώδη ακρορριζικά υπολλείματα (συνήθως πρόκειται για ακρορριζική κύστη), και τελικά γίνεται ανάστροφη έμφραξη του τμήματος της εναπομείνασης ρίζας με ειδικό βιοσυμβατό υλικό και με συρραφή επανατοποθετούνται τα ούλα στην αρχική τους θέση. Θα ακολουθήσει περιοδικός ακτινογραφικός έλεγχος σύμφωνα με τα πρωτόκολλο επανελέγχου.

Η διαδικασία ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία, δεν διαρκεί πολύ και έχει μεγάλο ποσοστό επιτυχίας, ενώ το δόντι διατηρείται στον οδοντικό φραγμό.

Έγκλειστο ή ημιέγκλειστο ονομάζεται το δόντι που δεν έχει ανατείλει στη στοματική κοιλότητα και καλύπτεται από οστό και ούλο.

Τα δόντια που κατεξοχήν παραμένουν έγκλειστα ή ημιέγκλειστα είναι φρονιμίτες. Ο φυσιολογικός χρόνος ανατολής για τους φρονιμίτες είναι η ύστερη εφηβεία, δηλαδή η ηλικία των 17-18 χρόνων.
Επειδή όμως τότε όλα τα υπόλοιπα δόντια έχουν ήδη αναπτυχθεί κανονικά, δεν υπάρχει αρκετός χώρος ώστε οι φρονιμίτες να ανατείλουν πλήρως.

Οι έγκλειστοι φρονιμίτες μπορεί να καταστρέψουν το διπλανό δόντι λόγω της πίεσης που του ασκούν και να στραβώσουν τα πρόσθια.

Οι ημιέγκλειστοι φρονιμίτες βρίσκονται σε περιοχή που δύσκολα που μπορεί να καθαριστεί αποτελεσματικά. Έτσι δημιουργείται περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των βακτηρίων. Αυτό έχει σα συνέπεια τη μόλυνση του ούλου, η οποία προκαλεί πόνο, πρήξιμο, κακοσμία, ερυθρότητα. Αυτή η χρόνια φλεγμονή λέγεται περιστεφανίτιδα. Πολύ μεγάλη πιθανότητα επίσης υπάρχει για εμφάνιση τερηδόνας στους γειτονικούς τραπεζίτες.

Οι φρονιμίτες που παρουσιάζουν τέτοια προβλήματα θα πρέπει να εξάγονται με χειρουργική προσπέλαση

Σε κάθε περίπτωση ο οδοντίατρος θα εκτιμήσει την κατάσταση και θα προτείνει την καλύτερη επιλογή για τον ασθενή.

Οι κύστεις είναι κοιλότητες που περιέχουν υγρό και συνήθως αναπτύσσονται στην άκρη της ρίζας ενός δοντιού.
Συνδέονται σχεδόν πάντα με κάποια παθολογία του συγκεκριμένου δοντιού, όπως τερηδόνα, περιοδοντίτιδα ή τραυματισμό που μπορεί να προκαλέσουν μόλυνση του νεύρου.
Οι κύστεις δεν παρουσιάζουν στην αρχή αισθητά συμπτώματα αλλά σταδιακά μεγαλώνουν. Πολύ συχνά η διόγκωσή τους συνοδεύεται με φλεγμονή, απόστημα ή οίδημα που προκαλούν πόνο.
Αν η κύστη μεγαλώσει πολύ, μπορεί να προκαλέσει καταστροφή του οστού και απώλεια γειτονικών δοντιών λόγω της πίεσης που τους ασκείται.
Όταν η κύστη είναι σχετικά μικρή και οφείλεται σε χαλασμένο δόντι, η αντιμετώπιση είναι συνήθως συντηρητική και εφαρμόζεται ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση).
Αν παρόλα αυτά η κύστη επιμείνει ή είναι μεγάλη ή δεν προέρχεται από κάποια παθολογία του δοντιού, τότε πρέπει να γίνει εκπυρήνιση, δηλαδή να αφαιρεθεί ολικά.
Το δόντι που έχει προκαλέσει την κύστη εφόσον δεν ανταποκριθεί ομαλά στην αρχική θεραπεία ή υποτροπιάσει, τότε είτε αφαιρείται είτε υποβάλλεται σε ακρορριζεκτομή.
Τα ιγμόρεια είναι αεροφόρες κοιλότητες που απαντούν στην οπίσθια περιοχή της άνω γνάθου εκατέρωθεν της ρινικής κοιλότητας. Η εσωτερική τους επιφάνεια επενδύεται από μία μεμβράνη ελαστική. Πολύ συχνά τα ιγμόρεια έρχονται σε στενή σχέση με τα οπίσθια δόντια της άνω γνάθου. Σε περιπτώσεις που τα δόντια έχουν εξαχθεί χωρίς να αντικατασταθούν εγκαίρως ή χάθηκαν λόγω περιοδοντικής νόσου, το διαθέσιμο οστό δεν επαρκεί για την τοποθέτηση εμφυτευμάτων ικανοποιητικών διαστάσεων. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της ανοιχτής ή κλειστής ανύψωσης του εδάφους του ιγμορείου.
Στην τεχνική της ανοικτής ανύψωσης του εδάφους του ιγμορείου, δημιουργούμε ένα «οστικό παράθυρο» ενδοστοματικά στην περιοχή που θέλουμε να αποκαταστήσουμε και προσεγγίζουμε τη μεμβράνη που επενδύει το εσωτερικό του ιγμορείου. Με προσεκτικούς χειρισμούς την αποκολλάμε, την ανασηκώνουμε και γεμίζουμε το κενό με κατάλληλο οστικό μόσχευμα (αυτογενές ή ξενομόσχευμα). Μετά από ένα διάστημα αναμονής 6-8 μηνών, δημιουργείται στην περιοχή οστό στο οποίο μπορούν να τοποθετηθούν τα εμφυτεύματα που επιθυμούμε. Σε κάποιες περιπτώσεις η τοποθέτηση των εμφυτευμάτων γίνεται ταυτόχρονα με τη διαδικασία της ανύψωσης του ιγμορείου.
Πρόκειται για μικρή χειρουργική επέμβαση που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το οστικό έλλειμα είναι μικρό. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή το οστικό έλλειμα πληρώνεται με ειδικό οστικό μόσχευμα. Το μόσχευμα αυτό μπορούμε να το λάβουμε είτε από τον ίδιο τον ασθενή (περιοχή γύρω από τη θέση που θα τοποθετηθεί το εμφύτευμα ή άλλη περιοχή του στόματος) είτε να είναι ξενομόσχευμα ζωικής ή ανθρώπινης προέλευσης το οποίο έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία και είναι βιοσυμβατό και ασφαλές. Στη συνέχεια το μόσχευμα καλύπτεται με ειδική μεμβράνη απομονώνοντάς το από τα ούλα της περιοχής γίνεται συρραφή της περιοχής και σταδιακά μετατρέπεται σε υγιές οστό. Το χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο για την επούλωση του μοσχεύματος κυμαίνεται από 3-6 μήνες. Το εμφύτευμα μπορεί να τοποθετηθεί είτε ταυτόχρονα με το μόσχευμα όταν αυτό είναι δυνατόν, είτε σε δεύτερο χρόνο μετά την επούλωση του μοσχεύματος.