Η γέφυρα είναι μια οδοντοπροσθετική αποκατάσταση που στόχο έχει να αντικαταστήσει ένα ή περισσότερα ελλείποντα δόντια.
Για την τοποθέτησή της χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα τα δόντια που βρίσκονται εκατέρωθεν του κενού που έχει αφήσει το ελλείπον δόντι.
Αυτά τα γειτονικά δόντια τροχίζονται – όπως και στην περίπτωση των θηκών – για να εφαρμόσει επάνω τους η αποκατάσταση.
Στο μέσον υπάρχει το τεχνητό δόντι που θα καλύψει το κενό. Μετά το τρόχισμα ο οδοντίατρος παίρνει αποτυπώματα (μέτρα), προκειμένου να κατασκευαστεί το κατάλληλο καλούπι για κάθε ασθενή, ώστε το τεχνητό δόντι και τα στηρίγματα να έχουν τις κατάλληλες διαστάσεις.
Η γέφυρα είναι μια πολύ σημαντική προσθετική εργασία που προστατεύει αποτελεσματικά τη στοματογναθική υγεία του ασθενούς και προλαμβάνει σοβαρά μελλοντικά προβλήματα με ενδεχομένως υψηλότερο κόστος αποκατάστασης.
Όταν χαθεί ένα δόντι, τα παρακείμενα δόντια αρχίζουν να μετακινούνται προς το κενό αφού δεν υπάρχει πλέον αντίσταση. Παράλληλα οι δυνάμεις που ασκούνται σε αυτά κατά τη μάσηση γίνονται πολύ μεγαλύτερες.
Προβλήματα εμφανίζουν πολύ συχνά και τα δόντια που βρίσκονται ακριβώς πάνω ή κάτω από εκείνο που λείπει, δηλαδή στον ανταγωνιστή οδοντικό φραγμό, όπως τον ονομάζουμε. Αποτέλεσμα λοιπόν είναι το ελλείπον δόντι να προκαλέσει την απώλεια και των γειτονικών δοντιών.
Οι γέφυρες κατασκευάζονται από διάφορα υλικά (πορσελάνη, κεραμικά, κράματα μετάλλου) ανάλογα με το σημείο όπου θα τοποθετηθεί.
Η διάρκεια ζωής μιας γέφυρας φτάνει και τα 15 χρόνια, όμως αυτό εξαρτάται από τη συνεπή τήρηση των κανόνων στοματικής υγιεινής και τους τακτικούς επανελέγχους.
Τα δόντια-στηρίγματα μπορούν και μετά την τοποθέτηση της γέφυρας εάν δεν τηρούνται ορθά οι κανόνες στοματικής υγιεινής να προσβληθούν από τερηδόνα, ουλίτιδα ή περιοδοντίτιδα με αποτέλεσμα η γέφυρα να πρέπει να αφαιρεθεί.
Ζημιές μπορεί να υποστεί και η ίδια η γέφυρα ως κατασκευή, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να ακολουθούμε τις οδηγίες του οδοντιάτρου μας.
Θήκη ή στεφάνη ή κορώνα είναι ένα κάλυμμα που σκεπάζει το υποκείμενο δόντι.
Συνήθως τοποθετείται πάνω σε κάποιο απονευρωμένο δόντι ή σε δόντι που έχει ένα μεγάλο σφράγισμα. Ένα τέτοιο δόντι είναι επιρρεπές σε σπασίματα ή κατάγματα και η θήκη το προστατεύει.
Την ίδια λειτουργία επιτελεί ακόμα κι αν έχει συμβεί το κάταγμα ή το σπάσιμο. Άλλη περίπτωση όπου χρησιμοποιείται η θήκη είναι όταν δεν υπάρχει αρκετή οδοντική ουσία για να τοποθετηθεί σφράγισμα στο δόντι με αποτέλεσμα αυτό να χρειάζεται υποστήριξη.
Απαραίτητη είναι επίσης η χρήση της θήκης όταν πρόκειται να κατασκευαστεί γέφυρα και ένα παρακείμενο δόντι δεν μπορεί να την υποστηρίξει επαρκώς.
Φυσικά οι θήκες συμβάλλουν και στην αισθητική αποκατάσταση ενός δοντιού. Πριν τοποθετηθεί η θήκη το δόντι τροχίζεται, έτσι ώστε το κάλυμμα να εφαρμόσει με ακρίβεια στο υποκείμενο δόντι.
Οι θήκες φτιάχνονται από πορσελάνη ή κεραμικό υλικό. Αν προορίζονται για τα πίσω δόντια χρησιμοποιούνται και κράματα μετάλλου για να είναι ανθεκτικότερες.
Οι παλαιού τύπου θήκες και οι γέφυρες περιέχουν ένα μεταλλικό σκελετό, ο οποίος επικαλύπτεται εξωτερικά από πορσελάνη.
Η παρουσία του μεταλλικού στοιχείου δίνει μεγάλη αντοχή στις προσθετικές αυτές κατασκευές, όμως το αισθητικό αποτέλεσμα υστερεί για δύο λόγους:
– Το μέταλλο δεν επιτρέπει στο φως να διεισδύσει στην αδαμαντίνη, όπως συμβαίνει στα φυσικά δόντια. Αποτέλεσμα είναι να διαφέρει η όψη των φυσικών δοντιών από εκείνη των τεχνητών ή των σκεπασμένων με θήκες.
– Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο τα ούλα υποχωρήσουν, αποκαλύπτεται το γκρίζο χρώμα από τον μεταλλικό πυρήνα της κατασκευής.
Πλέον όμως ο ασθενής μπορεί να επιλέξει τις ολοκεραμικές κατασκευές που προσφέρουν ένα εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα και μεγάλη αντοχή.
Διαθέτουν κεραμικό σκελετό και χάρη στην υψηλή αντοχή τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για μεγαλύτερες γέφυρες.
Επιπλέουν διατηρούν το χρώμα τους για πολύ καιρό, αφού δεν απορροφούν χρωστικές ουσίες που βρίσκονται στις τροφές.
Ολοκεραμικά μπορεί να είναι επίσης τα εμφρακτικά ένθετα-επένθετα που χρησιμοποιούνται στα σφραγίσματα και αντικαθιστούν τα παλιά, σκούρα σφραγίσματα από αμάλγαμα.
Έτσι βελτιώνεται σημαντικά η αντοχή και η αισθητική των σφραγισμένων δοντιών. Βεβαίως, τα ολοκεραμικά έχουν μεγαλύτερο κόστος από τα υπόλοιπα υλικά.
Οι τεχνητές οδοντοστοιχίες εξακολουθούν να αποτελούν την πρώτη επιλογή πολλών ανθρώπων όταν έχουν χάσει όλα ή τα περισσότερα δόντια τους.
Παρότι βεβαίως δεν προσφέρουν τη φυσική αίσθηση των πραγματικών δοντιών ή των εμφυτευμάτων, η πρόοδος της οδοντοτεχνίας έχει βελτιώσει πολύ τη λειτουργικότητά τους.
Οι τεχνητές οδοντοστοιχίες χρησιμοποιούνται για να αντικαταστήσουν τα φυσικά δόντια όταν αυτά λείπουν είτε τελείως είτε μερικώς.
Διακρίνονται στις ολικές και τις μερικές οδοντοστοιχίες.
1. Οι ολικές τεχνητές οδοντοστοιχίες μπορεί να είναι συμβατικές ή άμεσες. Οι συμβατικές τοποθετούνται, αφού πρώτα έχουν αφαιρεθεί όλα τα τυχόν προβληματικά δόντια που έχουν απομείνει και αφού τα ούλα έχουν επουλωθεί. Επειδή αυτή η επούλωση μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες, ο ασθενής μένει για μεγάλο διάστημα χωρίς δόντια. Οι άμεσες οδοντοστοιχίες τοποθετούνται αμέσως μετά την αφαίρεση των δοντιών, όμως είναι προσωρινές γιατί θα πρέπει να αντικατασταθούν από τις μόνιμες όταν ολοκληρωθεί η επούλωση στα ούλα.
2. Οι μερικές οδοντοστοιχίες χρησιμοποιούνται όταν σώζονται κάποια δόντια που μπορούν λειτουργήσουν σαν στήριγμα. Στην περίπτωση αυτή, μεταλλικά άγκιστρα προσαρμόζονται κατάλληλα γύρω από τα εναπομείναντα φυσικά δόντια για να συγκρατούν ή ακόμα καλύτερα γύρω από κατάλληλα διαμορφωμένες στεφάνες σε αυτά. Στη δεύτερη περίπτωση πιθανώς να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικοί σύνδεσμοι ακριβείας προκειμένου να αποφύγουμε την αντιαισθητική έκθεση των μεταλλικών αγκίστρων.
Ουσιαστικά οι μερικές οδοντοστοιχίες είναι μια εναλλακτική λύση αντί για μια ακίνητη προσθετική εργασία (γέφυρα).
Οι ολικές τεχνητές οδοντοστοιχίες αποτελούνται από δύο μέρη. Το ένα μέρος είναι φτιαγμένο από ροζ ακρυλικό και παίζει τον ρόλο του ούλου, ενώ το άλλο μέρος – ενωμένο με το πρώτο – είναι τα τεχνητά δόντια που κατασκευάζονται από πορσελάνη ή ακρυλικό.
Στις μερικές τεχνητές οδοντοστοιχίες το κάτω μέρος είναι μεταλλικό ώστε να προσαρμόζεται στα εναπομείναντα φυσικά δόντια και ούλα και στη συνέχεια όπως προηγουμένως. Ο
Οι τεχνητές οδοντοστοιχίες κατασκευάζονται από ειδικούς οδοντοτεχνίτες με βάση τα αποτυπώματα (μέτρα) που έχει πάρει πρώτα ο γιατρός από τον ασθενή.
Η συντήρηση μιας τεχνητής οδοντοστοιχίας χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του/της οδοντιάτρου τους.
Οι συνηθέστεροι τύποι στοματικών ναρθήκων είναι οι νάρθηκες βρυγμού και οι αθλητικοί νάρθηκες.
Νάρθηκες βρυγμού
Απευθύνονται στους ασθενείς που τρίζουν ή σφίγγουν τα δόντια τους – συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας – λόγω άγχους.
Αποτέλεσμα αυτής της ασυναίσθητης συνήθειας είναι η φθορά των δοντιών, οι πονοκέφαλοι, οι πόνοι στη γνάθο κ.ά. Είναι φτιαγμένοι από ακρυλική ρητίνη ή σιλικόνη. Ο οδοντίατρος παίρνει αποτύπωμα ώστε ο νάρθηκας που θα κατασκευαστεί να προσαρμόζεται απόλυτα στον κάθε ασθενή.
Η χρήση του νάρθηκα όχι μόνο προστατεύει τα δόντια και τις προσθετικές εργασίες από τη φθορά αλλά βοηθά και τον ασθενή να περιορίσει τη βλαβερή συνήθεια.
Για να είναι όμως αποτελεσματικός πρέπει να ακολουθούνται πιστά οι οδηγίες του οδοντιάτρου.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν προκατασκευασμένοι ή μερικώς προσαρμοζόμενοι αθλητικοί νάρθηκες που προσφέρουν όμως ελάχιστη προστασία και έχουν κακή εφαρμογή στο στόμα του αθλητή.
Μακράν οι πιο αποτελεσματικοί νάρθηκες είναι εκείνοι που κατασκευάζει ο οδοντίατρος. Μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι προσαρμόζονται απόλυτα στον κάθε αθλητή, αφού ληφθεί υπόψη και η γενικότερη στοματική του κατάσταση (ούλα, τερηδονισμένα δόντια, τυχόν προσθετικές αποκαταστάσεις, σύγκλειση δοντιών κλπ).
Ο οδοντίατρος παίρνει αποτυπώματα από τον αθλητή και με βάση αυτά κατασκευάζονται από το εγαστήριο, ώστε να εξασφαλίζεται η πιο άνετη εφαρμογή και η καλύτερη συγκράτηση τους.
Ο νάρθηκας κατασκευάζεται από πολυμερή υλικά για υψηλή αντοχή και προστασία. Απαιτείται ωστόσο προσεκτική συντήρηση για την αποφυγή μολύνσεων.